βαρβᾰριστί


adv.

1 en lengua bárbara κεκράξονται Ar.Fr.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.Mith.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.Adu.162.5.

2 al estilo bárbaro ἐπορχουμένη Plu.2.336c.