βάραθρον, -ου, τό
• Alolema(s): jón. y ép. βέρεθρον Il.8.14, Od.12.94, Pherecyd.51(b), Hdt.7.133, Thphr.HP 3.1.2, Lyc.1280, Posidon.225, Q.S.2.612, 6.124, 9.318, 13.550, Nonn.D.45.282, Par.Eu.Io.8.24, 12.10, Colluth.50; forma sincopada βέθρον Cratin.424, Euph.163; lat. barathrum Cat.68.108, Hor.Sat.2.3.166, Plaut.Cur.121, Mart.3.81.1
• Prosodia: [βᾰ-]
I
ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρονIl.l.c.,
ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρουOd.l.c.,
διὸ καὶ βάραθρα ... ἐστινArist.Pr.947a19,
πάντ' ἀπόκρημνα, φάραγγας, βάραθραD.25.76,
ἄδυτον καὶ β.Hld.5.2.8,
ὑφορώμενος βάραθραPlb.3.78.8,
θήσω αὐτὴν πηλοῦ βάραθρον εἰς ἀπώλειανLXX Is.14.23,
γρόνῳ βερέθρῳLyc.l.c.,
δεξαμένου τοῦ βαράθρου τὸν ἵππονPlu.Rom.18,
κατὰ τοῦ βαράθρουArchestr.SHell.192.20,
βάραθρα καὶ κρημνοὺς ἐχούσαςPlu.2.171e,
φησι ... τὸν Τίμαυον ... καταπίπτειν εἰς βέρεθρονPosidon.225,
βαράθρων καλουμένων καὶ ΧαρωνίωνAntig.Mir.123,
βαρύοδμος β.Gal.4.496,
αἰνὰ βέρεθραQ.S.2.612, cf. ll.cc.,
σκοτίου πυλεῶνες ἀνεπτύσσοντο βερέθρουNonn.D.l.c., cf. Par.Eu.Io.ll.cc.,
χθονίων ... βερέθρωνColluth.l.c.
•esp. del precipicio en el Ática donde eran arrojados los condenados a muerte, Pherecyd.l.c., Hdt.l.c., X.HG 1.17.20, Ar.Nu.1449, Eq.1362, Ra.574, Pl.431, Pl.Grg.516d, Alciphr.3.16.3, Hld.1.13.4, Lyd.Mag.2.10
•fig.
ἐν τῷ βαράθρῳ χειμάζεινD.8.45.
2 especie de cueva subterránea por donde desaparecía el río Estínfalo en Arcadia
ὡς ἐξερράγη τὸ συναθροισθὲν ὕδωρ ἐν τῷ πεδίῳ φραχθέντων τῶν βερέθρωνThphr.HP 3.1.2, 5.4.6,
ὑφ' ἑκατέρῳ δέ ἐστι τῷ ὄρει βάραθρον τὸ ὕδωρ καταδεχόμενονPaus.8.14.1.
3 fig. ruina, perdición
ἥδετο τὴν θήλειαν Ἀφροδίτην βάραθρον ἡγούμενοςLuc.Am.5,
εἰς οἷον βάραθρον ... ἑμαυτὸν ἐνσέσεικαLuc.Merc.Cond.30,
εἰς βάραθρον ὠθεῖνPlu.Cor.13,
ἁδοναὶ καὶ ... ὁρμαὶ μέχρι βαράθρων καὶ κρημνῶν ἐκδιώκουσαιPythag.Ep.2.5, de pers., Luc.Pseudol.17, de aquí mote cómico de una cortesana, Theophil.11.3.
II cierto ornamento femenino, Ar.Fr.332.8.
• Etimología: De la raíz *gu̯erHu̯3- ‘tragar’, en grado ø (tb. βέρεθρον) y rel. ai. gariṣyáti (fut.). Cf. tb. de esta misma raíz βιβρώσκω, ἔβρων, etc.