< βαπτιστικός
βάπτιτος >
βαπτιστός
,
-οῦ, ὁ
quizá
pila
ἐγγύθι βαπτιστοῖο παρὰ προθύροισι μελάθρου
GVI
134.3 (Tiana III d.C.).