βαναυσικός, -ή, -όν
propio de artesano, artesanal
βαναυσικὴ τέχνηartesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
•
τὸ μέρος βαναυσικόνel artesanado Arist.Pol.1321a6.
βαναυσικὴ τέχνηartesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
τὸ μέρος βαναυσικόνel artesanado Arist.Pol.1321a6.