< βάλλις
βαλλιστάριος >
βαλλισμός
,
-οῦ, ὁ
un tipo de
danza
μὴ γένοιτό μοι μόνῳ νύκτωρ ἀπαντῆσαι καλῶς ... ὑμῖν περὶ τὸν βαλλισμόν
Alex.107.5, cf. Ath.362b.