< βαλλαντιοτομέω
βάλλαρις >
βαλλαντιοτόμος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
βαλαντιοτόμος
Philostr.
VA
4.22
cortabolsas
,
ratero
Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.
Ra
.772, Pl.
R
.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.