< βαλανιστέον
βαλανίτης >
βαλανιστής
,
-οῦ, ὁ
recolector de bellotas
καὶ βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον (τὸν βάλανον) συλλέγοντας
Zen.2.41.