< βάκανον
Βακάρη >
βακάντιβος
,
-ου, ὁ
lat.
uacantiuus
e.e.
obispo ausente
περινοστοῦσί τινες βακάντιβοι παρ' ἡμῖν
Synes.
Ep
.66 (p.119).