< Βακχεαστής
βακχεία >
βακχέβακχος
,
-ου, ὁ
Baquebaco
n. ritual de Dioniso
βακχέβακχον ᾆσαι
entonar el ¡Baco, Baco!
Ar.
Eq
.408, cf. Hsch., Eust.380.17, Sud.