βακχιάζω
1 ser presa del delirio báquico
βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισαE.Ba.931,
τότε βακχίαζεPhilod.Scarph.14.
2 estar ebrio
τί βακχιάζετ';E.Cyc.204.
βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισαE.Ba.931,
τότε βακχίαζεPhilod.Scarph.14.
τί βακχιάζετ';E.Cyc.204.