< βακτηρίδιον
βακτηριοφόρος >
βακτήριον
,
-ου, τό
dim. de βακτηρία
bastoncito
δέομαι ... πτωχικοῦ βακτηρίου
me falta un bastoncito de mendicante
Ar.
Ach
.448, cf.
Fr
.141.