< βάκκερα
βάκλον >
βακλίζω
dar bastonazos
παρασκευάσας ... ἐμὲ βακλισθῆναι καὶ πελματισθῆναι
PMasp
.5.18 (VI d.C.), cf.
PHerm.Rees
48.2 (V d.C.).