< Βᾰθύχαιτοι
βᾰθῠχεύμων >
βαθύχειλος
,
-ον
de lengua profunda
tal vez
incomprensible
λαὸν βαθύχειλον καὶ βαρύγλωσσον
LXX
Ez
.3.5, cf. Aq., Thd., Sm.
Ez
.3.6, Cyr.Al.M.71.628C.