< βαθρικός
[β]αθρόθυμα >
βαθρίον
,
-ου, τό
banquillo
Sud.s.u.
κλινίς
, en plu.
lados de la base
de un cipo cuadrangular
βαθρεῖ(α)
IGLS
153B.5 (Cirro).