< βαθμίς
βαθμός >
βαθμοειδής
,
-ές
en forma de escalón
ἀποχαράξεις ... βαθμοειδεῖς
Democr.B 155,
τῷ χωνίῳ τῷ βαθμοειδεῖ
Zos.Alch.176.10.