< Βάθιππος
βαθμίς >
βαθμηδόν
adv.
paso a paso
,
gradualmente
ὥστε β. ἀλλήλαις ἐπικεῖσθαι
Gal.18(1).793,
πρὸς τὰ ἑπόμενα τῆς βιβλίου β. ὑπεράλλεται
Ath.1c.