< βαδιστοι
βάδομαι >
βαδιστός
,
-ή, -όν
accesible
de lugares
εἴπερ πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστά
Arr.
Ind
.43.10,
ἵπποις πεδιάδα βαδιστήν
Sch.Pi.
P
.5.123.