< Βαδάτιον
Βάδεα >
βαδδίν
,
τό
vestido de lino fino
ἄνθρωπος εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν
Hippol.
Dan
.4.36.5, cf. Thd.
Da
.10.5, Hsch., Sud.