αὔχα, -ας, ἡ
• Alolema(s): αὐχά Hsch.


jactancia, orgullo αὔχα γλυκερά Ibyc.220.13S., μ[είζο]ν' αὔχαν τίθεμαι περὶ τούτων Ibyc.221.5S., κενεόφρονες αὖχαι vanas jactancias Pi.N.11.29, cf. Hsch.