αὔθαιμος, -ον


1 de la misma sangre, fraterno δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC 1078, αὔ. σπορά Nicom.Trag.16a.

2 subst. hermano αὔ. ἡμέτερος AP 7.707 (Diosc.), σῆμα ... Φαρνάκου αὐθαίμου GVI 633.2 (Renea II a.C.).