αὐχμώδης, -ες


1 seco del clima, Arist.HA 602a13, χώρα Thphr.HP 8.1.6, cf. CP 3.10.1, de plantas, Thphr.HP 6.2.5, αὐχμώδεις οἱ νότοι καὶ νοσεροί Hp.Vict.2.37, del cuerpo o de sus partes χρώς Hp.Coac.615, κόμη E.Or.223, σάρξ Plu.2.688d.

2 sucio αὐχμώδεις οἱ Λίβυες Ael.NA 3.2.

3 opaco del color αἱματῖτις Thphr.Lap.37.