< αὐχμήεις
αὐχμηρόβιος >
αὐχμηρία
,
-ας, ἡ
sequía
τὸν Κρόνον φασὶ ... ποιητὴν ... αὐχμηρίας
Cat.Cod.Astr
.2.161.1, cf. 8(3).125.24.