< αὐχητής
†αὐχθῇ· >
αὐχητικός
,
-ή, -όν
1
jactancioso
,
orgulloso
τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας
Sch.Pi.
O
.1.4a.
2
adv. -ῶς
jactanciosamente
αὐ. λέγων
Eust.750.23.