αὐχητικός, -ή, -όν


1 jactancioso, orgulloso τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.O.1.4a.

2 adv. -ῶς jactanciosamente αὐ. λέγων Eust.750.23.