αὐχενιστήρ, -ῆρος, ὁ
dogal
αὐ. βρόχοςLyc.1100, en vet. utilizado como torniquete
τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆριHippiatr.10.8bis.
αὐ. βρόχοςLyc.1100, en vet. utilizado como torniquete
τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆριHippiatr.10.8bis.