αὐτόχυτος, -ον
I
θάλαμ[ος uel θαλάμ[ηHes.Fr.204.140.
2 que fluye por sí mismo
ὕδωρAristid.Or.39.7,
γάλαNonn.D.24.131,
ῥέεθρονNonn.Par.Eu.Io.7.38.
II adv. -ως por propia creación
ταύρους δ' αὐτοχύτως κέρα ἕσσενPs.Phoc.127.
θάλαμ[ος uel θαλάμ[ηHes.Fr.204.140.
ὕδωρAristid.Or.39.7,
γάλαNonn.D.24.131,
ῥέεθρονNonn.Par.Eu.Io.7.38.
ταύρους δ' αὐτοχύτως κέρα ἕσσενPs.Phoc.127.