αὐτόχθων, -ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 aborigen, autóctono de pueblos: los canos
νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώταςHdt.1.171, los caunios
οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσιHdt.1.172, los sicanos
καὶ πρότεροι διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναιTh.6.2, los eleusinios
κατοικῆσαι δὲ τὴν Ἐλευσῖνα ἱστοροῦσι δὲ πρῶτον μὲν τοὺς αὐτόχθοναςAcestodorus en Ister 22
•los atenienses y sus antiguos reyes
ἐλθὼν λαὸν εἰς αὐτόχθονα κλεινῶν ἈθηνῶνE.Io 29,
δῆμο]ς ὅδε αὐτόχθωνIG 22.4321.2 (IV a.C.), cf. E.Io 589, 737, Fr.13.8, Ar.V.1076, Lys.1082, Isoc.4.24, 12.124, Pl.Criti.109d, Luc.Scyth.3,
ἦν ... καὶ ἡ βασιλεία τῶν ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναιD.59.74, los arcadios
μόνοι γὰρ πάντων αὐτόχθονες ὑμεῖς ἐστε κἀκεῖνοιD.19.261, cf. X.HG 7.1.23, los libios y los etíopes
τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λιβύες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονεςHdt.4.197, los egipcios
αὐτόχθονες ΑἰγύπτιοιPGiss.99.5 (II/III d.C.), ref. a πόλις:
ἔδοξεν Στρατονικέων] τῆς αὐτόχθονος καὶ μητροπόλεως τῆς Καρίας τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳIStratonikeia 15.2 (Panamara I/II d.C.)
•de una especie anim.
ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλαOpp.C.2.612.
2 de pers. y divinidades natural del país, indígena
Τιτακός, ἐὼν αὐ.Hdt.9.73,
Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς αὐτόχθονοςHdt.4.45,
νύμφη αὐ. ΜελίηCall.Del.80, cf. Klio 33.1940.165.7 (Samos II a.C.), epít. de la Μήτηρ Θεῶν en Leucopetra (Macedonia) SEG 24.498b.2, 26.729 (ambas II a.C.), 27.290-294 (III/IV d.C.),
ὁ αὐ. καὶ προσήλυτοςLXX Le.16.29, cf. 23.42, Io.9.2, Nu.9.14, 15.13,
πολλοὶ γὰρ ἕτοιμοι παρεστᾶσιν αὐτόχθονες ἐκεῖθενLuc.Herm.25, de Morreo
Τυφῶνος ἔχων αὐτόχθονα φύτληνNonn.D.34.183.
3 de cosas natural, que nace del suelo, sin cultivo, agreste
αὐτόχθον' ἑστίανde la cueva de Quirón Trag.Adesp.201,
λάχανα τῶν αὐτοχθόνωνhortalizas silvestres Polioch.2.6,
τὸ ὄρυγμα ... ἐστιν αὐτόχθονAch.Tat.3.7.1,
ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαίPlu.2.500e
•fig.
γνησίαν καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐν Ἀσίας βαρβάροις τὴν αὐτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντοLys.2.43,
κόσμοςPhilod.Scarph.127.