< Αὐτοχαρίδας
αὐτοχειλής >
αὐτόχαρις
,
-ιτος, ἡ
la auténtica gracia
ἀνάπαιστα σκομμάτων ἁλυκῶν καὶ αὐτοχαρίτων Ἀττικῶν αἱμυλίας γέμοντα
Alciphr.3.7.2.