αὐτόσπορος, -ον
que se fecunda a sí mismo
αὐτόσποροι γύαι φέρουσι βίοτον ἄφθονον βροτοῖςA.Fr.196, de Eón
Ὦ πάτερ ... αὐτόσπορε¡oh padre que te engendraste a tí mismo! Nonn.D.7.73.
αὐτόσποροι γύαι φέρουσι βίοτον ἄφθονον βροτοῖςA.Fr.196, de Eón
Ὦ πάτερ ... αὐτόσπορε¡oh padre que te engendraste a tí mismo! Nonn.D.7.73.