αὐτόσε
adv. aquí, ahí, allí mismo según contexto
1 c. mov. hacia
ἀπιέναιHdt.3.124,
KI. κατάβηθι δεῦρο. Μυ. ἐγὼ μὲν αὐτόσ' οὔCI. baja aquí ... MI. yo ahí no Ar.Lys.873,
ἐλθεῖνAr.Th.202,
ἵνα ... αὐ. αὐτομολῶσιpara que deserten allí mismo Th.7.26,
σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ'Antiph.55.20,
συνεληλυθότες δ' ἦσαν αὐ. καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ κτήνη πολλάX.An.4.7.2,
ὠθεῖ κῦμα ναστῶν καὶ κρεῶν ἑφθῶν τε βατίδων εἰλυομένων αὐ.Metag.6.4.
2 sin idea de mov.
αὐ. ἀπετέλουν ἱεράPl.Criti.116c,
σκυτοτόμον αὐ. προσθήσομενPl.R.369d, cf. Men.73d,
ἀλλὰ καὶ νοσοῦντες ἂν ἴδοις αὐ. καὶ ἀναπήρουςEus.PE 4.2.5,
παρῆν αὐ.Agath.3.2.4.