αὐτόροφος, -ον
• Alolema(s): αὐτώροφος Gr.Naz.M.37.1439A
1 que forma techo natural
πέτραOpp.H.1.22, Eust.Op.324.51,
καλάμων σκηναίD.H.1.79,
μέλαθρονNonn.D.14.67,
οἶκοςGr.Naz.l.c.
2 que constituye un abrigo natural
στέγηAel.NA 16.17,
κενέωνNonn.D.15.192,
αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσιOrác. en ZPE 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).