< αὐτεπαίνετος
αὐτεπιβούλευτος >
αὐτέπαινος
,
-ον
que se alaba a sí mismo
pred.
αὐ. δ' ἑαυ[τὸ]ν δῖον καλῶν
Sch.Er.
Il
.7.75 (p.223).