< αὐτέλεγκτος
αὐτενέργεια >
αὐτένδυτος
,
-ον
dotado de vestido propio
de los animales
αὐτένδυτα ... ἐστι ὑπὸ τῆς ... φύσεως
Secund.
Vit
.7.76.5.