< αὐτοομοούσιος
αὐτοουρανός >
αὐτοόν
,
-όντος, τό
el ser en sí
Numen.17.4, Them.
in Ph
.9.29, Dam.
Pr
.28, plu.
αὐτοόντα
Procl.
Inst
.128 (var.).