< αὐτοαπειρία
αὐτοαπλότης >
αὐτοάπειρος
,
-ον
infinito en sí
τὸ κακόν
Procl.
Opusc
.3.30
•
neutr. subst. τὸ αὐ.
infinitud en sí
οὐκ ἔστί ... ἐν τοῖς οὖσιν ... αὐτοάπειρον
Plot.2.4.7.