< αὐτοψία
Αὐτρίγονες >
αὐτοψυχή
,
-ῆς, ἡ
el alma en sí
αὐ. καθαρά
Herm.
in Phdr
.75, Plot.5.9.13,
εἰ μὲν οὖν ἦμεν αὐτοψυχαὶ μόναι
Iul.
Ep
.89b.302c.