< αὐτοχειρίζω
αὐτόχειρος >
αὐτοχείριος
,
-α, -ον
1
que mata con propia mano
Sch.E.
Med
.1269.
2
gram.
reflexivo
αὐτοχειρία δρᾶσις
acción reflexiva
A.D.
Pron
.70.2.