αὐτοχειρία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Democr.B 260, Hdt.1.140; -χερίη Hell.9.78 (Misia VI a.C.)
1 muerte llevada a cabo por propia mano
τὰ αὐτὰ δὲ ἔστω ταῦτα ... τῆς τε αὐτοχειρίας πέρι καὶ ἐπιβουλεύσεωςPl.Lg.872b,
δι' αὐτοχειρίαςNic.Dam.61.2
•suicidio I.BI 3.369.
2 autoría Hsch.
3 dat. como adv.
αὐτοχειρίᾳcon la propia mano en cont. de muerte
κτείνων τις ἀθῷος ἂν εἴῃ καὶ αὐτοχειρίῃ καὶ κελεύων καὶ ψήφῳDemocr.l.c.,
οἱ δὲ δὴ μάγοι αὐτοχειρίῃ πάντα πλὴν κυνὸς καὶ ἀνθρώπου κτείνουσιHdt.l.c., cf. 3.67, 74, D.59.10, op.
βουλῇX.HG 6.4.35,
τὸν βίον αὐτοχειρίᾳ κατέστρεψανD.S.15.54
•gener.
τὸν νεὼν ἐξεποίησεν αὐτοχειρίῃHell.l.c.,
αὐτοχειρίῃ μιν (una liebre) διελεῖνHdt.1.123, cf. 3.13,
τὰ γράμματα ἅ μοι αὐτοχειρίᾳ ἐπέστειλεD.C.51.12.3, cf. 25.57,
σὴν ἐπιστολὴν ὡς αὐτοχειρίᾳ μάλιστα γεγραμμένηνAristaenet.2.13.11, cf. Eun.VS 502,
αὐτοχειρίᾳ γεωργεῖνD.C.23.2, cf. Fauorin.de Ex.21.44.