< αὐτόφωρος
αὐτοχάλκευτος >
αὐτοφῶς
,
-φῶτος, τό
• Alolema(s):
αὐτόφως
Herm.
in Phdr
.118
la luz misma
Herm.l.c., Dam.
Pr
.29.