< αὐτόφορβος
αὐτόφορτος >
αὐτοφόρητος
,
-ον
impulsado por sí mismo
ὧν ὁ μὲν αὐτοφόρητος ἐνήχετο, χερσὶν ἐρέσσων
Nonn.
D
.10.150, s. cont., anón. hex. en
PAnt
.57.6.