αὐτοφόνος, -ον
I
αὐτοφόνα ... πάθηA.Th.850,
αὐτοφόνα κακάA.A.1091
•que mata a la propia familia de Penteo
καὶ θεὸν αὐτοφόνοισιν ἀπείλεε χερσὶ δαΐξαιOpp.C.4.290,
σίδηροςNonn.D.17.288, cf. SEG 9.72.132 (Cirene IV a.C.).
2 suicida de Áyax
παλάμῃ ... ὑπ' αὐτοφόνῳAP 7.149.4 (Leont.),
ἑὸν δ' ἀπὸ φέγγος ἄμερσαν αὐτοφόνοιOpp.C.1.269,
αὐτοφόνον μιμούμενος Ἰνδὸν ὈρόντηνNonn.D.23.59, 47.224
•de anim.
θῆρας αὐτοφόνους σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσι δαμένταςOpp.C.2.480, cf. H.2.322,
ὁ δ' ἐν κλείθροισιν ἀφύκτοις ληφθεὶς αὐτοφόνον τύμβον ἐπεσπάσατοAP 9.86.6 (Antiphil.).
II adv. -ως de forma asesina, criminalmente
ὡς αὐτοφόνως ὤλετο ... δυσμάτορος κότου τυχώνA.Supp.65.