< αὐτοφιλανθρωπία
αὐτόφλεψ >
αὐτοφιλοτίμημα
,
-ματος, τό
generosidad
,
acto generoso
καὶ περ[ὶ π]ολλῶν αὐτοφιλοτειμημάτων εἰς ἡμᾶ[ς
IEphesos
22.15 (II d.C.).