αὐτοσχέδιος, -ον
I
τετρήρη ... ἐναυπήγησε ... αὐτοσχέδιονArist.Fr.600, cf. Max.Tyr.6.2, en enálage
σκηνὰς ... καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίουtiendas improvisadas de caña y otro material Paus.10.32.15,
βωμόςD.H.1.40,
τεῖχοςD.H.3.67,
μνῆμαHld.2.4.4,
ποιήματαD.H.2.34,
μαντικήPlu.Sull.7
•de ahí que se da en estado natural
αὐτοσχέδια ἄνθηflores silvestres Lib.Decl.13.50
•adv.
ἐξ αὐτοσχεδίουde forma improvisada Hierocl.Facet.90.
2 de pers. que actúa sin premeditación, con sus propios recursos, que improvisa
αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίαςPlu.2.642a,
αὐτοσχέδιος ... ἦν περὶ τὰ δράματαSch.Ar.Eq.539,
σοφιστήςAch.Tat.5.27.4
•subst. τὸ αὐ. propia iniciativa op.
τὸ περιπτωτικόνGal.1.66.
II adv. -ως de improviso
ἐγενήθημενLXX Sap.2.2
•improvisadamente
οἰκοδομεῖσθαιPaus.6.24.3.