< αὐτοστοματί
αὐτόστονος >
αὐτοστόματος
,
-ον
que habla por su propia boca
καθάπερ πρώην προεδηλώθη σοι αὐτοστομάτῳ καὶ ζώσῃ φωνῇ
Tz.
Ep
.22.