αὐτοπᾰγής, -ές
compacto, espeso
γῆEphor.65f,
πέτροιAgatharch.32,
θαλάμαιAP 9.404 (Antiphil.)
•fig. de pers. rígido, helado
αὐ. ἄφθογγος ... ἵστατο μήτηρNonn.D.46.273.
γῆEphor.65f,
πέτροιAgatharch.32,
θαλάμαιAP 9.404 (Antiphil.)
αὐ. ἄφθογγος ... ἵστατο μήτηρNonn.D.46.273.