αὐτοπραγία, -ας, ἡ
acción propia o debida ref. σωφροσύνη:
αὐτοπραγία κατὰ φύσινPl.Def.411e,
ὁμοίως τῆς τε αὐτοπραγίας καὶ ὀλιγοπραγμοσύνης ἀστείων ὄντωνChrysipp.Stoic.3.176
•ref. ἐλευθερία:
ἐξουσία αὐτοπραγίαςChrysipp.Stoic.3.86, cf. Ph.2.51
•ref. δικαιοσύνη:
αὐτοπραγίας ... αἰτίαProcl.in Prm.855, cf. Iambl.Myst.4.5
•ref. a un precepto alegórico pitagórico
τοῦτο (τὸ σύμβολον) εἰς φιλοσοφίαν προτρέπει καὶ τὴν κατὰ νοῦν αὐτοπραγίανeste (precepto) impulsa a la filosofía y a la acción libre Iambl.Protr.21.