< αὐτοπᾰθής
αὐτόπαις >
αὐτοπαίδευτος
,
-ον
autodidacta
τοῦ δ' Ἑρμου (τὰ γεννώμενα)
Anatolius en
Cat.Cod.Astr
.8(3).188.16.