< αὐτοπάρθενος
αὐτόπαστος >
αὐτοπαρουσίως
adv.
presentándose él mismo
de Cristo
τοὺς ἐν τῷ ΄ᾴδῃ αὐ. ἐλυτρώσατο
A.Xanthipp
.9.