< αὐτοεξάς
αὐτοεξουσιότης >
αὐτοεξούσιος
,
-ον
1
autónomo
ἔθος
Anon.
in EN
139.17.
2
adv. -ίως
autónomamente
αὐ. ἐθισθείς
Anon.
in EN
139.18.