< αὐτοδίδακτος
αὐτοδιήγητος >
αὐτοδιδάσκω
instruirse a sí mismo
en v. pas.
ὑπὸ τῆς φύσεως ἴσως αὐτοδιδαχθέντες
Synes.
Prouid
.2.6.