αὐτοδιακονία, -ας, ἡ
acción de servirse por sí mismo
ἐπετήδευον γὰρ τὴν αὐτοδιακονίανChrysipp.Stoic.3.177,
πόλεμος ... ἀναχώρει ... εἰς αὐ.Teles 6.
ἐπετήδευον γὰρ τὴν αὐτοδιακονίανChrysipp.Stoic.3.177,
πόλεμος ... ἀναχώρει ... εἰς αὐ.Teles 6.